- καταδέρκομαι
- καταδέρκομαι (Α)βλέπω από ψηλά, αγναντεύω («ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδέρκομαι — look down upon pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδρακεν — καταδέρκομαι look down upon aor ind act 3rd sg καταδέρκομαι look down upon aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδερκομένοιο — καταδέρκομαι look down upon pres part mid masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδερχθῆναι — καταδέρκομαι look down upon aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέρκεαι — καταδέρκομαι look down upon pres ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέρκεται — καταδέρκομαι look down upon pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
καταδερκομέναν — καταδερκομένᾱν , καταδέρκομαι look down upon pres part mid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)